τεζαρισμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. τεζάρω]. 1. που είναι τεντωμένος, τσιτωμένος: «είναι πολύ τεζαρισμένο το σκοινί και φοβάμαι πως θα σπάσει». 2. που είναι ξαπλωμένος και τεντωμένος, αλύγιστος, τσιτωμένος, ιδίως από υπερβολική κούραση ή έντονο μεθύσι: «τον βρήκα τεζαρισμένο απ’ την κούραση πάνω στο κρεβάτι του». 3. που είναι νεκρός, πεθαμένος, σκοτωμένος: «πάει καιρός που είναι τεζαρισμένος αυτός που ζητάς || έπεσε σ’ ένα γκρεμό με τ’ αυτοκίνητό του και τον έβγαλαν από μέσα τεζαρισμένο».